- προσμοιάζω
- Νβλ. προσομοιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσμοιάζω — και προσομοιάζω 1. μτβ., θεωρώ κάποιον κάπως όμοιο με άλλον. 2. αμτβ., μοιάζω κάπως με άλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσομοιάζω — ΝΜ, και προσμοιάζω Ν [προσόμοιος] (αμτβ.) είμαι προσόμοιος, σχεδόν όμοιος, παρεμφερής με κάποιον, παρουσιάζω ορισμένες ομοιότητες νεοελλ. (μτβ.) αποδίδω σε κάποιον γνωρίσματα που υπάρχουν και σε άλλον, προσπαθώ να συμπεράνω από τη μορφή του ποιος … Dictionary of Greek